Διογένης δ’ ὅμως τὸν φυγάδα (φυγάς: lat. profugus) οὐ διώκει (διώκω: καταγγέλλω εἰς τὸ δικαστήριον, ἄγω ἐπὶ τοὺς δικαστάς) «αἰσχρὸν γάρ», ἔλεγε, «τὸν μὲν δοῦλον ἄνευ τοῦ Διογένους ὑπομένειν (lat. sustinere) διάγειν (διάγω· τὸν βίον διάγω, ζῶ), Διογένη δ’ ἄνευ τοῦ δούλου οὔ».
Zouke, Anagnostikon: 28. Διογένης καὶ δοῦλος
῎Επηλύς (: ξένος) ποτε πένης (↔ πλούσιος, ἀφνειός) εἰς Ἀθήνας γίγνεται καὶ δοῦλος τῷ φιλοσόφῳ Διογένει προσέρχεται. Τῷ δὲ χρόνῳ ἀποφαίνεται βλὰξ (: μαλακός) καὶ ἅρπαξ ἅμα. Τοῦτον οὖν Διογένης διὰ τὸ βλᾶκα καὶ ἅρπαγα εἶναι δὶς (2x) καὶ τρὶς (3x) τῆς ἠμέρας ἔδερε (< δέρω)· τὸ γὰρ ἦθος ὅμοιος τετράποσι θηρίοις ἦν. ῾Ο δὲ δοῦλος ἄπ-ελπις ἐκ τούτου ἦν (: ἀπελπίζω) καὶ κρύφα (: λάθρᾳ, ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἐν τῷ κρυπτῷ) ἐκ τοῦ οἴκου φεύγει.
Διογένης δ’ ὅμως τὸν φυγάδα (φυγάς: lat. profugus) οὐ διώκει (διώκω: καταγγέλλω εἰς τὸ δικαστήριον, ἄγω ἐπὶ τοὺς δικαστάς) «αἰσχρὸν γάρ», ἔλεγε, «τὸν μὲν δοῦλον ἄνευ τοῦ Διογένους ὑπομένειν (lat. sustinere) διάγειν (διάγω· τὸν βίον διάγω, ζῶ), Διογένη δ’ ἄνευ τοῦ δούλου οὔ».
Διογένης δ’ ὅμως τὸν φυγάδα (φυγάς: lat. profugus) οὐ διώκει (διώκω: καταγγέλλω εἰς τὸ δικαστήριον, ἄγω ἐπὶ τοὺς δικαστάς) «αἰσχρὸν γάρ», ἔλεγε, «τὸν μὲν δοῦλον ἄνευ τοῦ Διογένους ὑπομένειν (lat. sustinere) διάγειν (διάγω· τὸν βίον διάγω, ζῶ), Διογένη δ’ ἄνευ τοῦ δούλου οὔ».
Suscribirse a:
Enviar comentarios (Atom)
No hay comentarios:
Publicar un comentario